κυπρίνου

κυπρίνου
κύπρινον
made from the flower of
neut gen sg
κύπρινος
made of copper
masc/neut gen sg
κυπρί̱νου , κυπρῖνος
carp
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Κυπρίνου, δήμος — Νέος δήμος (2.915 κάτ.) του νομού Έβρου, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Ζώνης και Φυλακίου, οι οποίες καταργήθηκαν, καθώς και από τους συνοικισμούς Γαλήνη της πρώην κοινότητας Κυπρίνου και… …   Dictionary of Greek

  • Liste der Gemeinden Griechenlands (1997–2010) — Die folgende Tabelle umfasst alle griechischen Gemeinden, die im Zuge des Kapodistrias Programms von 1997 aus knapp 6.000 kleineren kommunalen Einheiten geschaffen wurden und im Zuge des Kallikratis Gesetzes von 2010 zum 1. Januar 2011… …   Deutsch Wikipedia

  • γαλήνη — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις Νηρηίδες, κόρη του Ιχθύος και της Ησυχίας. Εικονίζεται σε πολλά αγγεία και δακτυλιόλιθους, πάντα μέχρι το στήθος, με τα μαλλιά λυτά, να κολυμπάει στη θάλασσα. 2. Μία από τις Βάκχες. Το όνομά της… …   Dictionary of Greek

  • κέραμος — I Αρχαία δωρική πόλη της Μικράς Ασίας, στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου. Ο Στράβων τη χαρακτηρίζει «πολίχνιον», ο Πτολεμαίος «πολίχνη» της Δωρίδας και ο Παυσανίας πατρίδα του Ολυμπιονίκη, Πολίτη. Η πόλη, που φαίνεται ότι καταστράφηκε από… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • χρυσόψαρο — Κοινή ονομασία του ψαριού κυπρίνος ο χρυσόχρωμος. Χρυσόψαρο (κυπρίνος ο χρυσόχρωμος) σε γυάλα (φωτ. ΑΠΕ). * * * το, Ν 1. κοινή ονομασία πολύ διαδεδομένου ψαριού ενυδρείου, γνωστού με την επιστημονική ονομασία Carassius auratus, που ανήκει στην… …   Dictionary of Greek

  • Αμμόβουνο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 184 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ορεστιάδας του νομού Έβρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυπρίνου …   Dictionary of Greek

  • Διδυμοτείχου και Ορεστιάδος, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα το Διδυμότειχο. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 103 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν συνολικά 95 κληρικοί. Για την αρτιότερη και πλέον εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση υφίστανται οι παρακάτω οκτώ αρχιερατικές περιφέρειες:… …   Dictionary of Greek

  • Έβρου, νομός — Νομός (4.242 τ. χλμ., 149.354 κάτ.) της περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, το βορειοανατολικό άκρο της ελληνικής επικράτειας. Συνορεύει Β με τη Βουλγαρία, ΒΑ και Α με την Τουρκία (Ανατολική Θράκη) με φυσικό όριο τον ποταμό Έβρο, Ν… …   Dictionary of Greek

  • Ισίκ-Κουλ — (Ysyk Köl). Λίμνη (6.236 τ. χλμ.) της κεντρικής Ασίας, ΒΑ της Δημοκρατίας της Κιργισίας, επάνω στα όρη Τιάν. Είναι μία από τις μεγαλύτερες ορεινές λίμνες του κόσμου και βρίσκεται σε υψόμετρο 1.607 μ. Έχει μήκος 178 χλμ., μέγιστο πλάτος 60 χλμ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”